ἐλαφῆ: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ λοιδόρει γυναῖκα μηδὲ νουθέτει → Noli increpare neu monere mulierem → Schimpf' eine Frau nicht aus noch weise sie zurecht

Menander, Monostichoi, 353
(6_10)
(11)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐλαφῆ''': ἡ, δέρμα ἐλάφου, ὡς τὸ λεοντῆ, «ἡ δὲ [[εὔμαρις]] κοινὸν ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας, βαρβαρικὸν μὲν [[εὕρημα]], ἐξ ἐλαφῆς δὲ πεποιημένον» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 90, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 320.
|lstext='''ἐλαφῆ''': ἡ, δέρμα ἐλάφου, ὡς τὸ λεοντῆ, «ἡ δὲ [[εὔμαρις]] κοινὸν ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας, βαρβαρικὸν μὲν [[εὕρημα]], ἐξ ἐλαφῆς δὲ πεποιημένον» [[Πολυδ]]. Ζ΄, 90, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 320.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐλαφῆ]], η (Α)<br />[[δέρμα]] ελαφιού.
}}
}}

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλᾰφῆ Medium diacritics: ἐλαφῆ Low diacritics: ελαφή Capitals: ΕΛΑΦΗ
Transliteration A: elaphē̂ Transliteration B: elaphē Transliteration C: elafi Beta Code: e)lafh=

English (LSJ)

ἡ,

   A deerskin, Poll.7.90.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφῆ: ἡ, δέρμα ἐλάφου, ὡς τὸ λεοντῆ, «ἡ δὲ εὔμαρις κοινὸν ἀνδράσι πρὸς γυναῖκας, βαρβαρικὸν μὲν εὕρημα, ἐξ ἐλαφῆς δὲ πεποιημένον» Πολυδ. Ζ΄, 90, πρβλ. καὶ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 320.

Greek Monolingual

ἐλαφῆ, η (Α)
δέρμα ελαφιού.