εμμανής: Difference between revisions

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
(11)
(No difference)

Revision as of 07:08, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ές (AM ἐμμανής, -ές)
μετά μανίας, μανιώδης, παράφορος («θεοῡ πνοιαῑσιν ἐμμανής» — τρελή από θεϊκή έμπνευση).