εμμανής

From LSJ

Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied

Menander, Monostichoi, 109

Greek Monolingual

-ές (AM ἐμμανής, -ές)
μετά μανίας, μανιώδης, παράφορος («θεοῦ πνοιαῖσιν ἐμμανής» — τρελή από θεϊκή έμπνευση).