εμμανής
From LSJ
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
Γυνὴ γυναικὸς πώποτ' οὐδὲν διαφέρει → Nihil propemodum mulier distat mulieri → Zwischen erster Frau und zweiter ist kein Unterschied
-ές (AM ἐμμανής, -ές)
μετά μανίας, μανιώδης, παράφορος («θεοῦ πνοιαῖσιν ἐμμανής» — τρελή από θεϊκή έμπνευση).