επιχρυσωτής: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(14)
(No difference)

Revision as of 07:12, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
τεχνίτης που κάνει επιχρυσώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον θ. Χ. Φλωρά].