ἐρίθηλος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(6_16)
 
(14)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐρίθηλος''': -ον, = τῷ προηγ., Ρώμη Χρησμ. Σιβυλλ. 8. σ. 714.
|lstext='''ἐρίθηλος''': -ον, = τῷ προηγ., Ρώμη Χρησμ. Σιβυλλ. 8. σ. 714.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐρίθηλος]], -ον (Α)<br />ο [[εριθηλής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μτγν. τ. του [[εριθηλής]]].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίθηλος: -ον, = τῷ προηγ., Ρώμη Χρησμ. Σιβυλλ. 8. σ. 714.

Greek Monolingual

ἐρίθηλος, -ον (Α)
ο εριθηλής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. του εριθηλής].