ερυθρίνος: Difference between revisions

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
(14)
(No difference)

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο (AM ἐρυθρῑνος, Α και ἐρυθῑνος)
ζωολ. γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας τών σπαριδών, κν. λυθρίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. ερυθρ-ίνος < ερυθρός. Ο τ. ερυθίνος από το ερυθρίνος με ανομοίωση. Από το αρχ. ερυθρίνος προήλθε και το νεοελλ. λυθρίνι, με ανομοίωση του πρώτου -ρ- σε -λ-].