ηπατοσκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἡπατοσκόπος, -ον (Α)
αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνο-σκόπος)].