ἡπατοσκόπος
From LSJ
κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation
English (LSJ)
ον, inspecting the liver, soothsaying, Artem. 2.69; ἡ. ἱερά, Hsch. s.v. ῥυτά.
German (Pape)
[Seite 1173] ὁ, die Leber (und übh. die Eingeweide) betrachtend und daraus weissagend, Artem. 2, 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἡπᾰτοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων τὸ ἧπαρ, μάντις, Λατ. extispex, Ἀρτεμιδ. 2. 69˙ ἡπ. ἱερὰ Ἡσύχ. ἐν λ. ῥυτά.
Greek Monolingual
ἡπατοσκόπος, -ον (Α)
αυτός που παρατηρεί ή εξετάζει το ήπαρ και μαντεύει από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηπατο- (< ήπαρ) + -σκόπος < σκοπός (πρβλ. οιωνοσκόπος)].