θανή: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Greek Monolingual

η (Μ θανή)
ο θάνατος
νεοελλ.
κηδεία, ενταφιασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το έναρθρο απαρμφ. το θανείν κατ' αναλογία προς το ταφή.