θανή: Difference between revisions
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(16) |
(No difference)
|
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
(16) |
(No difference)
|
η (Μ θανή)
ο θάνατος
νεοελλ.
κηδεία, ενταφιασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το έναρθρο απαρμφ. το θανείν κατ' αναλογία προς το ταφή.