θεριστός: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τότε ἤρχοντο εἰς τὴν νῆσον → they were then coming to the island

Source
(6_11)
(17)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεριστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, [[εἶδος]] βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18.
|lstext='''θεριστός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, [[εἶδος]] βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεριστός]], -ή, -όν (ΑΜ) [[θερίζω]]<br /><b>μσν.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ θεριστά</i><br />ό,τι έχει θεριστεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να θεριστεί εύκολα<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ θεριστόν</i><br />[[είδος]] βάλσαμου.
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεριστός Medium diacritics: θεριστός Low diacritics: θεριστός Capitals: ΘΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: theristós Transliteration B: theristos Transliteration C: theristos Beta Code: qeristo/s

English (LSJ)

ή, όν, τὸ θ. a kind of

   A balsam, Dsc.1.19 codd. (εὐθέριστον Wellm.).
θέριστος and θεριστός, ὁ,

   A v. θέριτος.

Greek (Liddell-Scott)

θεριστός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ θερίσῃ. ΙΙ. τὸ θεριστόν, εἶδος βαλσάμου, Διοσκ. 1. 18.

Greek Monolingual

θεριστός, -ή, -όν (ΑΜ) θερίζω
μσν.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ θεριστά
ό,τι έχει θεριστεί
αρχ.
1. αυτός που μπορεί να θεριστεί εύκολα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θεριστόν
είδος βάλσαμου.