θηριοφόνος: Difference between revisions
From LSJ
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(17) |
(No difference)
|
ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise
(17) |
(No difference)
|
θηριοφόνος, -ον (Α)
1. αυτός που σκοτώνει ή έχει σκοτώσει θηρία
2. κυνηγός θηρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -φόνος (< φόνος), πρβλ. δολο-φόνος, ταυρο-φόνος.