θυρξεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
(CSV import) |
(17) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=qurceu/s | |Beta Code=qurceu/s | ||
|Definition=έως, ὁ, title of Apollo in Achaea, <span class="bibl">Paus.7.21.13</span>. | |Definition=έως, ὁ, title of Apollo in Achaea, <span class="bibl">Paus.7.21.13</span>. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θυρξεύς]], ὁ (Α) [[θύρσος]]<br />[[προσωνυμία]] του Απόλλωνος στην Αχαΐα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αγνωστης ετυμολ. Εικάζεται κάποια [[σχέση]] με το [[θύρσος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
έως, ὁ, title of Apollo in Achaea, Paus.7.21.13.
Greek Monolingual
θυρξεύς, ὁ (Α) θύρσος
προσωνυμία του Απόλλωνος στην Αχαΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ. Εικάζεται κάποια σχέση με το θύρσος.