ιδιόκριτος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt
(17) |
(No difference)
|
Revision as of 07:18, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἰδιόκριτος, -ον (Α)
ιδιόρρυθμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -κριτος (< κριτός < κρίνω), πρβλ. αδιά-κριτος, ά-κριτος].