ἰθύτομος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
(6_15) |
(17) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰθύτομος''': -ον, ([[τέμνω]]) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. [[εὐθύς]], [[οἶμος]] Διον. Ἀρ. | |lstext='''ἰθύτομος''': -ον, ([[τέμνω]]) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. [[εὐθύς]], [[οἶμος]] Διον. Ἀρ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰθύτομος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει τμηθεί σε [[ευθεία]] [[γραμμή]], ο [[ευθύς]] («[[ἰθύτομος]] [[οἶμος]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰθύς]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>τομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρτί</i>-<i>τομος</i>, <i>υλό</i>-<i>τομος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1246] dasselbe, οἶμος Dion. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύτομος: -ον, (τέμνω) κατ’ εὐθεῖαν τετμημένος, δηλ. εὐθύς, οἶμος Διον. Ἀρ.
Greek Monolingual
ἰθύτομος, -ον (Α)
αυτός που έχει τμηθεί σε ευθεία γραμμή, ο ευθύς («ἰθύτομος οἶμος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τομος (< τόμος), πρβλ. αρτί-τομος, υλό-τομος].