ινοβλάστη: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(No difference)
|
(17) |
(No difference)
|
ἡ
(ανατ. -φυσιολ.) κύτταρο του συνδετικού ιστού που παράγει τα ινώδη στοιχεία του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibroblast < fibro- < fiber «ίνα» + -blast (πρβλ. -βλαστη < βλαστός)].