ινοβλάστη: Difference between revisions

From LSJ
(17)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual


(ανατ. -φυσιολ.) κύτταρο του συνδετικού ιστού που παράγει τα ινώδη στοιχεία του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. αγγλ. fibroblast < fibro- < fiber «ίνα» + -blast (πρβλ. -βλαστη < βλαστός)].