ἐπισκοτέω

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισκοτέω Medium diacritics: ἐπισκοτέω Low diacritics: επισκοτέω Capitals: ΕΠΙΣΚΟΤΕΩ
Transliteration A: episkotéō Transliteration B: episkoteō Transliteration C: episkoteo Beta Code: e)piskote/w

English (LSJ)

(σκότος)
A throw a shadow over, οἰκίαν ᾠκοδόμησεντος αύτην ὥστε πᾶσιν ἐπισκοτεῖν τοῖς ἐν τῷ τόπῳ D.21.158; ἐ. τινὶ τῆς θέας to be in the way of his seeing, Pl.Euthd.274c, cf. Plu.2.538e; τῷ βωμῷ Judeich Alterlümervon Hierapolis 339: abs., Plb.24.4, Polyaen.8.23.2; form a roof, Hero Aut.28.2.
2. metaph., throw darkness or obscurity over, τῇ κρίσει Sor.Vit.Hippocr.13, Arist. Rh.1354b11; ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις Isoc.1.6; τὸ πρὸς χάριν ῥηθὲν ἐ. τῷ καθορᾶν Id.8.10, cf. D.2.20; οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Eub.135 = Ophelio 4; ἐ. γὰρ τῷ φρονεῖν τὸ λαμβάνειν Antiph.250; τὸ δ' ἐρᾶν ἐ. ἅπασιν, ὡς ἔοικε Men.48; ἡ ὀργὴ ἐ. τοῖς λογισμοῖς Phld.Ir.p.78 W.:—Pass., to be in the dark or in uncertainty, ἐπισκοτεόμενος τῇ ἀπειρίῃ Hp. Praec.8; ἐπισκοτεῖσθαι καὶ κωλύεσθαι Plb.2.39.12; to be obscured, ὑπό τινος Id.12.25d.7; to be blinded, τὰς ὄψεις ὑπὸ θεοῦ J.AJ9.4.3, cf.Ph. 2.62.

German (Pape)

[Seite 980] verfinstern, verdunkeln, im Lichte stehen, τινί, ἐπεσκότει τῷ Κτησίππῳ τῆς θέας, er verhinderte ihn am Anblick, Plat. Euthyd. 274 c; οἰκίαν ᾠκοδόμηκε τοσαύτην ὥστε πᾶσιν ἐπισκοτεῖν τοῖς ἐν τῷ τόπῳ Dem. 21, 158; νέφος ὃ ἐπισκοτήσει Μακεδόσιν Pol. 9, 37, 10; absol., Pol. 34, 12, 2; Polyaen. 8, 23, 2. – Häufiger übertr., ἡ ῥώμη ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις ἐπεσκότησε Isocr. 1, 6, that ihnen Eintrag, war hinderlich; ἐπισκοτεῖ τούτοις τὸ κατορθοῦν Dem. 2, 20, dem nachher συγκρύπτειν u. συσκιάζειν entspricht; τῇ κρίσει τὸ ἴδιον ἡδύ Arist. rhet. 1, 1; τὸν οἶνον τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖν Eubul. bei Ath. II, 43 f; ἐπισκοτεῖσθαι καὶ κωλύεσθαι Pol. 2, 39, 12; – τῇ ἀπειρίῃ ἐπισκοτεύμενος, wegen Unerfahrenheit sich in Ungewißheit befindend, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ἐπισκοτῶ :
1 répandre de l'ombre sur : τινι sur qch;
2 fig. obscurcir : τῇ κρίσει le jugement.
Étymologie: ἐπίσκοτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισκοτέω:
1 затемнять, помрачать, бросать тень (τινι Dem., Polyb., Plut.): ἐ. τινι τῆς θέας Plat. заслонять кому-л. вид на что-л.;
2 перен. затемнять, наносить ущерб, препятствовать (ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις Isocr.; τῷ λογισμῷ Arst.; ταῖς ἀρεταῖς τινος Plut.): ἐ. τῇ κρίσει и πρὸς τὸ κρίνειν Arst. затемнять суждение.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισκοτέω: (σκότος) ἐπιρρίπτω σκιὰν ἐπί τινος, προξενῶ σκότος, οἰκίαν ᾠκοδόμησεν τοσαύτην ὥστε πᾶσιν ἐπισκοτεῖν τοῖς ἐν τόπῳ Δημ. 565. 25· ἐπεσκότει τῷ Κτησίππῳ τῆς θέας, ἐγίνετο εἰς αὐτὸν ἐμπόδιον νὰ βλέπῃ, Πλάτ. Εὐθύδημ. 274C, πρβλ. Πολύβ. 34. 12, 2, Πλούτ. 2. 538Ε. 2) μεταφ., ἐπιρρίπτω σκότος καὶ ἀμαυρότητα, τῇ κρίσει Ἱππ. 1299. 4, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 7· ταῖς τῆς ψυχῆς ἐπιμελείαις Ἰσοκρ. 3C· τὸ πρὸς χάριν ῥηθὲν ἐπ. τῷ καθορᾶν ὁ αὐτ. 160D, πρβλ. Δημ. 23. 27· οἶνος τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 11· ἐπ. γὰρ τῷ φρονεῖν τὸ λαμβάνειν Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 41· τὸ δ’ ἐρᾶν ἐπ. ἅπασιν, ὡς ἔοικεν Μένανδ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 1, κτλ. ― Παθ., εὑρίσκομαι ἐν σκότει ἢ ἐν ἀβεβαιότητι, ἐπισκοτεόμενος τῇ ἀπειρίῃ Ἱππ. 27. 37· ἐπισκοτεῖσθαι καὶ κωλύεσθαι Πολύβ. 2. 39, 12.

Greek Monotonic

ἐπισκοτέω: μέλ. -ήσω (σκότος), ρίχνω σκιά επάνω σε, επισκιάζω, με δοτ., σε Δημ.· ἐπ. τινὶ τῆς θέας, τον εμπόδιζε να βλέπει, σε Πλάτ.

Middle Liddell

fut. ήσω σκότος
to throw a shadow over, c. dat., Dem.; ἐπ. τινὶ τῆς θέας to be in the way of one's seeing, Plat.