ιππόπορνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(18)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἱππόπορνος, ό, ἡ (Α)
1. υπερβολικά ασελγής, πάρα πολύ πόρνος
2. έφιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») + πόρνος (πρβλ. και λ. ιππόκρημνος)].