ισαριθμώ: Difference between revisions

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἰσαριθμῶ, -έω (Μ) ισάριθμος
είμαι ισάριθμος, είμαι ίσος κατά τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῡντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.).