ιλυοδόχη: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
(17)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
στόμιο υπονόμου ή οχετού το οποίο βρίσκεται στα άκρα τών πεζοδρομίων και χρησιμεύει για να συγκεντρώνει τα νερά τών βροχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰλύς, -ύος + -δόχη (< δέχομαι), πρβλ. αμμο-δόχη, καπνο-δόχη].