ισολογίζω: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς οἰκείοις συκοφαντίαν δέδωκεν → has given to his friends an opportunity for chicane, has offered to his friends the right of vindictive prosecution

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

καταγράφω τα έσοδα και τα έξοδα μιας οικονομικής ενότητας και τά συγκρίνω, κάνω ισολογισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. ιταλ. saldare. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικόν νομοτεχνικόν λεξικόν].