ιχθυοπωλείο: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
(No difference)
|
Revision as of 07:19, 29 September 2017
Greek Monolingual
τὸ (Α ἰχθυοπωλεῑον) ιχθυοπώλης
τόπος ή κατάστημα όπου πωλούνται ψάρια, ψαράδικο.
(18) |
(No difference)
|
τὸ (Α ἰχθυοπωλεῑον) ιχθυοπώλης
τόπος ή κατάστημα όπου πωλούνται ψάρια, ψαράδικο.