ιχθυώ: Difference between revisions
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(18) |
(No difference)
|
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
(18) |
(No difference)
|
ἰχθυῶ, -άω (Α) ιχθύς
1. (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) αλιεύω, ψαρεύω
2. παίζω σαν ψάρι («δελφῑνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», Ησίοδ.)
3. παθ. ἰχθυῶμαι, -άομαι
παρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος ἄρτος»).