τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved
ἰχθυῶ, -άω (Α) ιχθύς1. (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) αλιεύω, ψαρεύω2. παίζω σαν ψάρι («δελφῖνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», Ησίοδ.)3. παθ. ἰχθυῶμαι, -άομαιπαρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος ἄρτος»).