ἰσχυτήριος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(a)
 
(18)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] stärkend, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1273.png Seite 1273]] stärkend, Hippocr.
}}
{{ls
|lstext='''ἰσχῡτήριος''': -α, -ον, ἐνισχύων, δίδων δύναμιν, δυναμωτικός, τοῖσι σιτίοισιν ἰσχυτηρίοισι χρῆσθαι Ἱππ. 416. 38· ἀλλ’ ἐν 36, ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἰσχητήριος [[ἴσχαιμος]]. ἴδε Littré 4, σ. 312.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσχυτήριος]], -ία, -ον (Α) [[ισχύω]]<br />αυτός που ενισχύει τον οργανισμό, [[τονωτικός]], [[δυναμωτικός]].
}}
}}

Latest revision as of 07:19, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1273] stärkend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχῡτήριος: -α, -ον, ἐνισχύων, δίδων δύναμιν, δυναμωτικός, τοῖσι σιτίοισιν ἰσχυτηρίοισι χρῆσθαι Ἱππ. 416. 38· ἀλλ’ ἐν 36, ὁ Ἐρωτιαν. (σ. 384) ἰσχητήριος ἴσχαιμος. ἴδε Littré 4, σ. 312.

Greek Monolingual

ἰσχυτήριος, -ία, -ον (Α) ισχύω
αυτός που ενισχύει τον οργανισμό, τονωτικός, δυναμωτικός.