κακόσαρκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει κακή σάρκα, που η σάρκα του υφίσταται εύκολα διαπύηση ή που δύσκολα θεραπεύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, -κός), πρβλ. αραιό-σαρκος, μαλακό-σαρκος].