καλόφθαλμος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(18) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων καλοὺς ὀφθαλμούς, Πορφύρ. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. σ. 314, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε, κατὰ διόρθ. Σκαλιγέρου ἀντὶ [[μαλακόφθαλμος]], ἀλλ’ ἤδη διωρθώθη ἐπιτυχῶς: [[μεσόφθαλμος]]. | |lstext='''καλόφθαλμος''': -ον, ὁ ἔχων καλοὺς ὀφθαλμούς, Πορφύρ. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. σ. 314, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε, κατὰ διόρθ. Σκαλιγέρου ἀντὶ [[μαλακόφθαλμος]], ἀλλ’ ἤδη διωρθώθη ἐπιτυχῶς: [[μεσόφθαλμος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καλόφθαλμος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει ωραία μάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὀφθαλμός]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:20, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1314] mit schönen Augen, Sp., Conj. bei Ath. X, 454 e.
Greek (Liddell-Scott)
καλόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων καλοὺς ὀφθαλμούς, Πορφύρ. ἐν Ἀλατίου Ἐκλογ. σ. 314, Θεοδέκτης παρ’ Ἀθην. 454Ε, κατὰ διόρθ. Σκαλιγέρου ἀντὶ μαλακόφθαλμος, ἀλλ’ ἤδη διωρθώθη ἐπιτυχῶς: μεσόφθαλμος.
Greek Monolingual
καλόφθαλμος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ωραία μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + ὀφθαλμός.