καλλίρρειθρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος → in the great Doric island of Pelops

Source
(6_17)
 
(18)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίρρειθρος''': -ον, ἔχων καλὰ ῥεῖθρα, ῥέων τῷ λόγῳ κατὰ πηγάδα καλλίρρειθρον Ν. Χων. σ. 148. 16, ἔκδ. Β.
|lstext='''καλλίρρειθρος''': -ον, ἔχων καλὰ ῥεῖθρα, ῥέων τῷ λόγῳ κατὰ πηγάδα καλλίρρειθρον Ν. Χων. σ. 148. 16, ἔκδ. Β.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλίρρειθρος]], -ον (Μ)<br />[[καλλιρέεθρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥεῑθρον</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ῥέω</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καλλίρρειθρος: -ον, ἔχων καλὰ ῥεῖθρα, ῥέων τῷ λόγῳ κατὰ πηγάδα καλλίρρειθρον Ν. Χων. σ. 148. 16, ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

καλλίρρειθρος, -ον (Μ)
καλλιρέεθρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + ῥεῑθρον (< ῥέω)].