καλλιρέεθρος
From LSJ
English (LSJ)
καλλιρέεθρον, beautifully flowing, κρήνη Od.10.107; Ἴστρος Hes.Th.339; Δίρκα E.HF784 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1310] schön fließend; κρήνη Od. 10, 107; Ἴστρος Hes. Th. 339; Δίρκα Eur. Herc. Fur. 784.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
au beau cours, aux belles eaux.
Étymologie: καλός, ῥέεθρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιρέεθρος -ον [καλός, ῥέεθρον] met mooie stroming.
Russian (Dvoretsky)
καλλιρέεθρος: красиво текущий (κρήνη Hom.; Ἴστρος Hes.; Δίρκα Eur.).
English (Autenrieth)
beautifully-flowing. (Od.)
Greek Monolingual
καλλιρέεθρος και καλλιρρέεθρος -ον (Α)
αυτός που ρέει όμορφα («ἐς κρήνην... καλλιρέεθρον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ρέεθρος (< ῥέεθρον < ῥέω), πρβλ. ευρυρέεθρος, ωκυρέεθρος].
Greek Monotonic
καλλιρέεθρος: -ον (ῥέεθρον), καλλίρροος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιρέεθρος: -ον, ἔχων ὡραῖα ῥεῖθρα, κρήνη Ὀδ. Κ. 107· Ἴστρος Ἡσ. Θ. 339· Δίρκα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 784.