καρικοεργής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(6_7)
(19)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾱρικοεργής''': -ές, Καρικῆς ἐργασίας, καρικοεργέος ὀχάνου Ἀνακρεόντ. παρὰ Στράβ. 661, καριευργέος κατὰ διόρθ. Bgk.
|lstext='''κᾱρικοεργής''': -ές, Καρικῆς ἐργασίας, καρικοεργέος ὀχάνου Ἀνακρεόντ. παρὰ Στράβ. 661, καριευργέος κατὰ διόρθ. Bgk.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρικοεργής]], -ές (Α)<br />ο προερχόμενος ή κατασκευασμένος με [[καρική]] [[εργασία]], με [[καρική]] [[τέχνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρικός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>Fεργής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>Fέργον</i>). Βλ. και λ. <i>ἔργο</i>].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1327] ές, von karischer Arbeit, Strab. XIV, 661 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κᾱρικοεργής: -ές, Καρικῆς ἐργασίας, καρικοεργέος ὀχάνου Ἀνακρεόντ. παρὰ Στράβ. 661, καριευργέος κατὰ διόρθ. Bgk.

Greek Monolingual

καρικοεργής, -ές (Α)
ο προερχόμενος ή κατασκευασμένος με καρική εργασία, με καρική τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρικός + -εργής (< Fεργής < Fέργον). Βλ. και λ. ἔργο].