καρποζιζανιοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source
(6_19)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρποζιζανιοφόρος''': οὗ ὁ [[καρπὸς]] [[εἶναι]] ζιζάνια, Ἀναστ. Σιν. 1073C.
|lstext='''καρποζιζανιοφόρος''': οὗ ὁ [[καρπὸς]] [[εἶναι]] ζιζάνια, Ἀναστ. Σιν. 1073C.
}}
{{grml
|mltxt=[[καρποζιζανιοφόρος]], ὁ (Μ)<br />αυτός που παράγει ζιζάνια και όχι καρπούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρπός]] <span style="color: red;">+</span> [[ζιζάνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγγελια</i>-[[φόρος]], <i>αχθο</i>-[[φόρος]].
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

καρποζιζανιοφόρος: οὗ ὁ καρπὸς εἶναι ζιζάνια, Ἀναστ. Σιν. 1073C.

Greek Monolingual

καρποζιζανιοφόρος, ὁ (Μ)
αυτός που παράγει ζιζάνια και όχι καρπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός + ζιζάνιον + -φόρος (< φέρω), πρβλ. αγγελια-φόρος, αχθο-φόρος.