κατακλινής: Difference between revisions

19
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couché;<br /><b>2</b> incliné, qui va en pente.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλίνω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couché;<br /><b>2</b> incliné, qui va en pente.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[κατακλινής]], -ές) [[κατακλίνω]]<br />αυτός που [[είναι]] ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]], [[κλινήρης]] («ἠσθενηκότα μένειν κατακλινῆ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μισοξαπλωμένος, ανακείμενος στο [[ανάκλιντρο]]<br /><b>2.</b> [[κατηφορικός]]<br /><b>3.</b> [[απόκρημνος]].
}}
}}