κατάκοιτος: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(19) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάκοιτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, [[ἥσυχος]], [[αὐτόθι]] 1. | |lstext='''κατάκοιτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, [[ἥσυχος]], [[αὐτόθι]] 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκοιτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μένει ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] από κάποια [[αρρώστια]], κρεβατωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναπαύεται στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] ή [[κοῖτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>κοιτος</i>, <i>πρό</i>-<i>κοιτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:22, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A in bed: at rest, quiet, Ibyc.1.7.
German (Pape)
[Seite 1355] im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.
Greek (Liddell-Scott)
κατάκοιτος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, ἥσυχος, αὐτόθι 1.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM κατάκοιτος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος
αρχ.
αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. από-κοιτος, πρό-κοιτος].