κατάκοιτος

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκοιτος Medium diacritics: κατάκοιτος Low diacritics: κατάκοιτος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΙΤΟΣ
Transliteration A: katákoitos Transliteration B: katakoitos Transliteration C: katakoitos Beta Code: kata/koitos

English (LSJ)

ον, in bed: at rest, quiet, Ibyc.1.7.

German (Pape)

[Seite 1355] im Bette ruhend, ἔρος Ibyc. 1 bei Ath. XIII, 601 b.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκοιτος: -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, ἥσυχος, αὐτόθι 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κατάκοιτος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
αυτός που μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι από κάποια αρρώστια, κρεβατωμένος
αρχ.
αυτός που αναπαύεται στο κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κοιτος (< κοίτη ή κοῖτος), πρβλ. απόκοιτος, πρόκοιτος].