Anonymous

κατάκοιτος: Difference between revisions

From LSJ
19
(6_17)
(19)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάκοιτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, [[ἥσυχος]], [[αὐτόθι]] 1.
|lstext='''κατάκοιτος''': -ον, ὁ ἐπὶ τῆς κλίνης, [[ἥσυχος]], [[αὐτόθι]] 1.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[κατάκοιτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />αυτός που μένει ξαπλωμένος στο [[κρεβάτι]] από κάποια [[αρρώστια]], κρεβατωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναπαύεται στο [[κρεβάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>κοιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]] ή [[κοῖτος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>από</i>-<i>κοιτος</i>, <i>πρό</i>-<i>κοιτος</i>].
}}
}}