καταπεφρονημένως: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
(a)
 
(19)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] verachtet, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1369.png Seite 1369]] verachtet, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταπεφρονημένως]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> με [[καταφρόνηση]], περιφρονητικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καταπεφρονημένος</i> (μτχ. παρακμ. του <i>καταφρονοῦμαι</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1369] verachtet, Sp.

Greek Monolingual

καταπεφρονημένως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονημένος (μτχ. παρακμ. του καταφρονοῦμαι)].