καύαξ: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head

Source
(6_4)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καύαξ''': -ᾱκος, Ἰων. καύηξ, ηκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. κήξ, ὁ [[λάρος]].
|lstext='''καύαξ''': -ᾱκος, Ἰων. καύηξ, ηκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. κήξ, ὁ [[λάρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καύαξ]], -ακος, ιων. τ. καύηξ, -ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α)<br />[[είδος]] θαλάσσιου πτηνού, [[πιθανώς]] ο [[γλάρος]] («ἄντλῳ δ' ἐνθούπησε πεσοῡσ' ὡς εἰναλίη κήξ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η κατάλ. θυμίζει το <i>ἱέρ</i>-<i>αξ</i>, ενώ το θ. προέρχεται [[μάλλον]] από [[ονοματοποιία]] και θα μπορούσε να συνδεθεί με το γαλατ. <i>cuan</i> (απ' όπου το λατ. <i>cavannus</i>) και το αρχ. άνω γερμ. <i>h</i><i>ū</i><i>wo</i>, που όλα τους σημαίνουν «[[κουκουβάγια]]»].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1407] ακος, ὁ, ion. καύηξ, ηκος, ein Meervogel, eine Mövenart, vgl. κήξ; Lycophr. 425. 741; καύηξι Leon. Tar. 74 (VII, 652); Euphor. bei E. M.

Greek (Liddell-Scott)

καύαξ: -ᾱκος, Ἰων. καύηξ, ηκος, ὁ, ἴδε ἐν λ. κήξ, ὁ λάρος.

Greek Monolingual

καύαξ, -ακος, ιων. τ. καύηξ, -ηκος, ό, ομηρ. τ. κήξ, κηκός, ἡ (Α)
είδος θαλάσσιου πτηνού, πιθανώς ο γλάρος («ἄντλῳ δ' ἐνθούπησε πεσοῡσ' ὡς εἰναλίη κήξ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η κατάλ. θυμίζει το ἱέρ-αξ, ενώ το θ. προέρχεται μάλλον από ονοματοποιία και θα μπορούσε να συνδεθεί με το γαλατ. cuan (απ' όπου το λατ. cavannus) και το αρχ. άνω γερμ. hūwo, που όλα τους σημαίνουν «κουκουβάγια»].