κέδριον: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
(6_21)
(20)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κέδριον''': τό, = [[κεδρέλαιον]], Λατ. cedrium, Βιτρούβ. 2. 9, Πλίν. 16. 21.
|lstext='''κέδριον''': τό, = [[κεδρέλαιον]], Λατ. cedrium, Βιτρούβ. 2. 9, Πλίν. 16. 21.
}}
{{grml
|mltxt=[[κέδριον]], τὸ (Α) [[κέδρος]]<br />δ. γρφ. του κέδρινον (<b>βλ.</b> [[κέδρινος]]).
}}
}}

Latest revision as of 07:23, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1411] τό, = κεδρέλαιον, Diosc. – Bei Ath. III, 84 d ist κεδρίον = κιτρίον; gehol. Nic. Al. 118 erkl. κεδρία durch ψήγματα τῆς κέδρου.

Greek (Liddell-Scott)

κέδριον: τό, = κεδρέλαιον, Λατ. cedrium, Βιτρούβ. 2. 9, Πλίν. 16. 21.

Greek Monolingual

κέδριον, τὸ (Α) κέδρος
δ. γρφ. του κέδρινον (βλ. κέδρινος).