κλαΐς: Difference between revisions

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
(6_5)
(20)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλᾱΐς''': γεν, κλᾱῖδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ κληΐς, [[κλείς]], λατ. clavis.
|lstext='''κλᾱΐς''': γεν, κλᾱῖδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ κληΐς, [[κλείς]], λατ. clavis.
}}
{{grml
|mltxt=κλαΐς, -[[ίδος]] και ῖδος, ἁ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[κλείδα]].
}}
}}

Revision as of 07:24, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1445] ῗδος, ἡ, dor. = κλείς, Pind.

Greek (Liddell-Scott)

κλᾱΐς: γεν, κλᾱῖδος, ἡ, Δωρ. ἀντὶ κληΐς, κλείς, λατ. clavis.

Greek Monolingual

κλαΐς, -ίδος και ῖδος, ἁ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. κλείδα.