κλωνίδιον: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(20)
(No difference)

Revision as of 07:24, 29 September 2017

Greek Monolingual

κλωνίδιον, τὸ (Μ)
μικρός κλώνος, κλαδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλών + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. ασκ-ίδιον, χοιρ-ίδιον)].