κολαφιστικῶς: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
(6_6) |
(21) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κολᾰφιστικῶς''': Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ. | |lstext='''κολᾰφιστικῶς''': Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κολαφιστικῶς]] (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με κόλαφο, με [[ράπισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κολαφιστικός</i> <span style="color: red;"><</span> [[κολαφίζω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:24, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 1472] ἅπτεσθαί τινος, Iem. eine Ohrfeige geben, K. 8.
Greek (Liddell-Scott)
κολᾰφιστικῶς: Ἐπίρρ. ὡς διὰ κολαφίσματος, ῥαπίσματος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κολαφιστικῶς (Μ)
επίρρ. με κόλαφο, με ράπισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κολαφιστικός < κολαφίζω.