κονταράτος: Difference between revisions
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
(21) |
(No difference)
|
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
(21) |
(No difference)
|
-η, -ο (ΑM κονταρᾱτος, -η, -ον)
αυτός που κρατά κοντάρι, που είναι οπλισμένος με κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι(ον) + κατάλ. -ᾶτος (< λατ. -atus), πρβλ. μελ-άτος, νυχ-άτος].