κονταράτος

English (LSJ)

ὁ, one armed with a spear, Anon. in Rh. 103.21.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑM κονταρᾱτος, -η, -ον)
αυτός που κρατά κοντάρι, που είναι οπλισμένος με κοντάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντάρι(ον) + κατάλ. -ᾶτος (< λατ. -atus), πρβλ. μελάτος, νυχάτος].

Translations

spearman

Arabic: رَمَّاح‎; Bulgarian: копиеносец; French: lancier, piquier; Greek: λογχοφόρος; Ancient Greek: αἰχμαῖος, αἰχμήεις, αἰχμήεσσα, αἰχμητής, αἰχμοφόρος, ἀκοντιστήρ, ἀκοντιστής, δορυφόρος, κονταράτος, λογχήρης, λογχοφόρος; Hungarian: dárdás; Kalmyk: җидч; Persian: نیزه‌دار‎, سرباز نیزه‌دار‎; Romanian: sulițar; Swedish: spjutkastare