κοραλλιοφάγος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck

Menander, Monostichoi, 181
(21)
(No difference)

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος δίθυρων μαλακίων με ακανόνιστο όστρακο, συχνά υποκυλινδρικό, που ανήκει στην οικογένεια traperiidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. coralliophagus < corallio- (πρβλ. κοράλλιο) + -phagus (πρβλ. -φάγος < θ. φαγ-, πρβλ. αόρ. β' -φαγ-ον του ρ. ἐσθίω)].