κορυνιόεις: Difference between revisions
From LSJ
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
(6_8) |
(21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κορῠνιόεις''': -εσσα, εν, [[ὅμοιος]] κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180. | |lstext='''κορῠνιόεις''': -εσσα, εν, [[ὅμοιος]] κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κορυνιόεις]], -εσσα, -εν (Α)<br />αυτός που μοιάζει με [[κορύνη]], [[ροπαλοειδής]] («κορυνιόεντα πέτηλα», <b>Ησίοδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του <i>κορωνιόεις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 September 2017
English (LSJ)
εσσα, εν,
A knobby, πέτηλα v.l. for κορωνιόωντα, Hes.Sc. 289.
Greek (Liddell-Scott)
κορῠνιόεις: -εσσα, εν, ὅμοιος κορύνῃ, ἴδε Λοβ. Rhemat. 180.
Greek Monolingual
κορυνιόεις, -εσσα, -εν (Α)
αυτός που μοιάζει με κορύνη, ροπαλοειδής («κορυνιόεντα πέτηλα», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εσφ. παρλλ. τ. του κορωνιόεις].