κοτυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Μέλλοντα ταῦτα. Τῶν προκειμένων τι χρὴ πράσσειν· μέλει γὰρ τῶνδ' ὅτοισι χρὴ μέλειν → Tomorrow is tomorrow. Future cares have future cures, and we must mind today.

Source
(6_13a)
(21)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κοτῠλίζω''': μέλλ. -ίσω, πωλῶ μὲ τὴν κοτύλην, πωλῶ λιανικῶς, ἀντίθετον τῷ ἀθρόως πιπράσκειν, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 78, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 2, Α. Β. 46· μεταφορ., κιρνάντες...τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 555.
|lstext='''κοτῠλίζω''': μέλλ. -ίσω, πωλῶ μὲ τὴν κοτύλην, πωλῶ λιανικῶς, ἀντίθετον τῷ ἀθρόως πιπράσκειν, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 78, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 2, Α. Β. 46· μεταφορ., κιρνάντες...τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 555.
}}
{{grml
|mltxt=[[κοτυλίζω]] (Α) [[κοτύλη]]<br /><b>1.</b> [[πουλώ]] [[κάτι]] με την [[κοτύλη]], [[πουλώ]] λειανικά («τοῑς δὴ ἐμπόροις [[καλῶς]] εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾱσθαι», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[λίγα]] («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῑς πένησιν», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
}}

Revision as of 07:25, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλίζω Medium diacritics: κοτυλίζω Low diacritics: κοτυλίζω Capitals: ΚΟΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kotylízō Transliteration B: kotylizō Transliteration C: kotylizo Beta Code: kotuli/zw

English (LSJ)

   A sell by the κοτύλη: hence, sell by retail, opp. ἀθρόα πιπράσκειν, Arist.Oec.1347b8, cf. PAmh.92.6 (ii A. D.), Phryn.PSp.79B.; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς BCH50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην Pherecr.168; κίρναντες . . τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Ar.Fr.683.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλίζω: μέλλ. -ίσω, πωλῶ μὲ τὴν κοτύλην, πωλῶ λιανικῶς, ἀντίθετον τῷ ἀθρόως πιπράσκειν, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 78, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 2, Α. Β. 46· μεταφορ., κιρνάντες...τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 555.

Greek Monolingual

κοτυλίζω (Α) κοτύλη
1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῑς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾱσθαι», Αριστοτ.)
2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῑς πένησιν», Αριστοφ.).