κυκνογενής: Difference between revisions
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
(6_7) |
(22) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυκνογενής''': -ές, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γεννηθεῖσα ἐκ πατρὸς κύκνου, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 24. | |lstext='''κυκνογενής''': -ές, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γεννηθεῖσα ἐκ πατρὸς κύκνου, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 24. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυκνογενής]], -ές (Μ)<br />(επίθ. της Ελένης) αυτός που [[είναι]] γεννημένος από κύκνο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύκνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>γενής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γένος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ευ</i>-<i>γενής</i>, <i>πυρι</i>-<i>γενής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
κυκνογενής: -ές, ἐπὶ τῆς Ἑλένης, ἡ γεννηθεῖσα ἐκ πατρὸς κύκνου, Κ. Μανασσ. Χρον. σ. 24.
Greek Monolingual
κυκνογενής, -ές (Μ)
(επίθ. της Ελένης) αυτός που είναι γεννημένος από κύκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκνος + -γενής (< γένος), πρβλ. ευ-γενής, πυρι-γενής].