κύμβαχος: Difference between revisions

22
(Autenrieth)
(22)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[head]] [[foremost]], Il. 5.586; as subst., [[crown]] or [[top]] of a [[helmet]], the [[part]] in [[which]] the [[plume]] is [[fixed]], Il. 15.536. (See cuts Nos. 16 and 17.)
|auten=[[head]] [[foremost]], Il. 5.586; as subst., [[crown]] or [[top]] of a [[helmet]], the [[part]] in [[which]] the [[plume]] is [[fixed]], Il. 15.536. (See cuts Nos. 16 and 17.)
}}
{{grml
|mltxt=[[κύμβαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[προς]] τα [[κάτω]] με το [[κεφάλι]] («ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κύμβαχος]]<br />το ακρότατο [[σημείο]] της περικεφαλαίας, ο [[κώνος]] της, στον οποίο στηριζόταν το [[λοφίο]] («[[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κύμβαχος]] μαρτυρείται ως ουσ. με σημ. «[[κορυφή]] περικεφαλαίας» και ως επίθ. με σημ. «αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]]». Αρχικός τ. θεωρείται το ουσ. και η [[χρήση]] του ως επιθέτου οφείλεται πιθ. σε [[κακό]] μεταχαρακτηρισμό του χωρίου όπου μαρτυρείται η λ. ως ουσ. Ο τ. [[κύμβαχος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αχος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στόμ</i>-<i>αχος</i>), το δε [[θέμα]] του [[είναι]] πιθ. εκείνο του <i>κύμβ</i>-<i>η</i>, ενώ δεν αποκλείεται και κάποια [[επίδραση]] τών [[κυβιστώ]] «[[πέφτω]] με το [[κεφάλι]]» και [[κύμβη]] «[[κεφάλι]]»].
}}
}}