3,277,172
edits
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κύμβαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[προς]] τα [[κάτω]] με το [[κεφάλι]] («ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κύμβαχος]]<br />το ακρότατο [[σημείο]] της περικεφαλαίας, ο [[κώνος]] της, στον οποίο στηριζόταν το [[λοφίο]] («[[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κύμβαχος]] μαρτυρείται ως ουσ. με σημ. «[[κορυφή]] περικεφαλαίας» και ως επίθ. με σημ. «αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]]». Αρχικός τ. θεωρείται το ουσ. και η [[χρήση]] του ως επιθέτου οφείλεται πιθ. σε [[κακό]] μεταχαρακτηρισμό του χωρίου όπου μαρτυρείται η λ. ως ουσ. Ο τ. [[κύμβαχος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αχος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στόμ</i>-<i>αχος</i>), το δε [[θέμα]] του [[είναι]] πιθ. εκείνο του <i>κύμβ</i>-<i>η</i>, ενώ δεν αποκλείεται και κάποια [[επίδραση]] τών [[κυβιστώ]] «[[πέφτω]] με το [[κεφάλι]]» και [[κύμβη]] «[[κεφάλι]]»]. | |mltxt=[[κύμβαχος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που πέφτει [[προς]] τα [[κάτω]] με το [[κεφάλι]] («ἔκπεσε δίφρου [[κύμβαχος]] ἐν κονίῃσιν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κύμβαχος]]<br />το ακρότατο [[σημείο]] της περικεφαλαίας, ο [[κώνος]] της, στον οποίο στηριζόταν το [[λοφίο]] («[[κόρυθος]]... ἱπποδασείης [[κύμβαχος]] ἀκρότατος», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[κύμβαχος]] μαρτυρείται ως ουσ. με σημ. «[[κορυφή]] περικεφαλαίας» και ως επίθ. με σημ. «αυτός που πέφτει με το [[κεφάλι]]». Αρχικός τ. θεωρείται το ουσ. και η [[χρήση]] του ως επιθέτου οφείλεται πιθ. σε [[κακό]] μεταχαρακτηρισμό του χωρίου όπου μαρτυρείται η λ. ως ουσ. Ο τ. [[κύμβαχος]] εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αχος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>στόμ</i>-<i>αχος</i>), το δε [[θέμα]] του [[είναι]] πιθ. εκείνο του <i>κύμβ</i>-<i>η</i>, ενώ δεν αποκλείεται και κάποια [[επίδραση]] τών [[κυβιστώ]] «[[πέφτω]] με το [[κεφάλι]]» και [[κύμβη]] «[[κεφάλι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κύμβᾰχος:''' -ον ([[κύπτω]]), αυτός που έχει [[κατεύθυνση]] με το [[κεφάλι]], που έρχεται [[κατακέφαλα]], Λατ. ponus, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κορυφή]] περικεφαλαίας, στο ίδ. | |||
}} | }} |