Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)
(25) |
(No difference)
|
μορίες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μερῑται, κοινωνοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος.