μεμπτικός: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(24) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεμπτικός''': -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082. - Ἐπίρρ. μεμπτικῶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 471. | |lstext='''μεμπτικός''': -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082. - Ἐπίρρ. μεμπτικῶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 471. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεμπτικός]], -ή, -όν (ΑM) [[μεμπτός]]<br />αυτός που επιδέχεται [[μομφή]], [[κατηγορία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεμπτικῶς</i> (Μ)<br />με [[μομφή]], με [[κατηγορία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:27, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 129] zum Tadeln gehörig, geneigt, Schol. Ar. Ach. 1082. Auch adv. bei Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μεμπτικός: -ή, -όν, ἔχων διάθεσιν ἢ ἀγαπῶν νὰ μέμφηται, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 1082. - Ἐπίρρ. μεμπτικῶς, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 471.
Greek Monolingual
μεμπτικός, -ή, -όν (ΑM) μεμπτός
αυτός που επιδέχεται μομφή, κατηγορία.
επίρρ...
μεμπτικῶς (Μ)
με μομφή, με κατηγορία.